καμηλότριχα
Смотреть что такое "καμηλότριχα" в других словарях:
καμηλότριχα — η η τρίχα τής καμήλας, το μαλλί τής καμήλας … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
καμηλόμαλλο — το το μαλλί τής καμήλας, καμηλότριχα … Dictionary of Greek